- μπανίζω
- μετ.1) разглядывать с большим интересом, с жадностью; 2) подглядывать; 3) замечать; различать; τον εμπάνισα στην πλατεία я его заметил на площади
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπανίζω — μπανίζω, μπάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπανίζω — 1. βλέπω κάποιον ξαφνικά («τὸν μπάνισα την ώρα που τό έσκαγε») 2. παρατηρώ κάποιον κρυφά («τήν μπάνισα από την κλειδαρότρυπα») 3. διακρίνω κάποιον ή κάτι από μακριά («τόν μπάνισα να περιμένει στη στάση») 4. κοιτάζω κάποιον ή κάτι με πολύ… … Dictionary of Greek
μπανίζω — μπάνισα 1. κρυφοκοιτάζω κάτι με πόθο: Μπάνιζε τη γειτόνισσα του απέναντι διαμερίσματος. 2. διακρίνω, βλέπω από μακριά: Τον μπάνισανα κλέβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπάνισμα — το [μπανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπανίζω και, κυρίως το κρυφό κοίταγμα ερωτικών περιπτύξεων ή, απλώς ημίγυμνων ανθρώπων («πάει στη θάλασσα όχι για μπάνιο αλλά για μπάνισμα») … Dictionary of Greek
ενιλλώπτω — ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ] 1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια 2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω 3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω … Dictionary of Greek
μπάνικος — η, ο, θηλ. και ια [μπανίζω] 1. αυτός που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, ελκυστικός («μπάνικη κοπέλα») 2. φανταχτερός, χτυπητός … Dictionary of Greek
μπανιστήρι — το [μπανίζω] το να κρυφοκοιτάζει κάποιος ημίγυμνους ή γυμνούς ή να παρακολουθεί ερωτικές περιπτύξεις για να διεγερθεί ο ίδιος σεξουαλικά, η ηδονοβλεψία … Dictionary of Greek
μπανιστιρτζής — και μπανιστής, ο, θηλ. μπανίστρια [μπανίζω] αυτός που τού αρέσει το μπάνισμα, αυτός που παρατηρεί κρυφά και με πόθο κάποιον για να διεγερθεί σεξουαλικά, ο ηδονοβλεψίας … Dictionary of Greek